Οι Εκδόσεις Πατάκη για περισσότερα από είκοσι (20) χρόνια εργάζονται με αφοσίωση για τη δημιουργία του Μεγάλου Ηλεκτρονικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας – Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ-Π).
Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη
νευροδιαφορετικός [nevroðiaforetikόs], -ή, -ό (επ. (ΕI1.1) ).
{κοινωνιολ.} (για πρόσωπο και κυρίως για παιδί/ έφηβο ή για εγκέφαλο, τρόπο σκέψης κτλ.)
{κοινωνιολ.} (για πρόσωπο και κυρίως για παιδί/ έφηβο ή για εγκέφαλο, τρόπο σκέψης κτλ.)
1)
Που οι νοητικές του λειτουργίες διαφέρουν/ αποκλίνουν αρκετά από τον μέσο όρο και γι’ αυτό έχει διαφορετικές αδυναμίες και δυνατότητες από ό,τι αναμένεται από τον μέσο άνθρωπο
(ΣΥΝ νευροαποκλίνων, ΑΝΤ νευροτυπικός) νευροδιαφορετικός τρόπος σκέψης | αθλητικά σωματεία για νευροδιαφορετικά και νευροτυπικά παιδιά |
Ένα στα πέντε παιδιά είναι νευροδιαφορετικό
(= έχει κάποια νευροαναπτυξιακή διαταραχή)2)
(ειδικότ.)Που εντάσσεται στο φάσμα του αυτισμού
(ΣΥΝ νευροαποκλίνων) ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων για νευροδιαφορετικά παιδιά |
Πολλοί ιδιοφυείς επιστήμονες ήταν νευροδιαφορετικά άτομα
[ΕΤΥΜ απόδ.:^ < αγγλ. neurodivergent < neuro- + divergent | neuro- < αρχ. νευρο- < νεῦρον, divergent < λατ. ρ. divergĕre ‘(για ύδατα) διακλαδίζομαι’ < dis-/ di- (πρόθημα που δηλώνει διαίρεση, ανατροπή διαδικασίας κτλ.) + vergĕre ‘κινούμαι κατηφορικά, κλίνω’].